- ακανθώδιοι
- (acanthodii). Τάξη απολιθωμένων ψαριών των γλυκών νερών που έζησαν μόνο κατά τον παλαιοζωικό ή πρωτογενή αιώνα. Έφτασαν στη μεγαλύτερή τους ανάπτυξη κατά τη δεβόνιο περίοδο, στην οποία ανάγονται και τα λείψανά τους που βρέθηκαν μέσα στον παλαιό ερυθρό ψαμμίτη. Το σώμα τους είχε ατρακτοειδές σχήμα και σκεπαζόταν ολόκληρο με μικρά τετράγωνα λέπια που του έδιναν κοκκώδη όψη. Ο σκελετός τους ήταν από χόνδρο και μόνο το κρανίο τους ήταν μερικώς οστεοποιημένο.
Dictionary of Greek. 2013.